Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκασμός — ο (Α λευκασμός) [λευκαίνω] λεύκανση, λεύκασμα … Dictionary of Greek
λευκασμοῦ — λευκασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)